ἔπεσ'

ἔπεσ'
ἔπεσι , ἔπος
vácas
neut dat pl
ἔπεσαι , ἐφέζομαι
sit upon
aor imperat mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
ἔπεσα , ἐφέζομαι
sit upon
aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
ἔπεσε , ἐφέζομαι
sit upon
aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
ἔπεσο , ἐφίημι
send to
aor imperat mid 2nd sg
ἔπεσο , ἐφίημι
send to
aor ind mid 2nd sg (epic ionic)
ἔπεσα , ἐπιέννυμι
put on besides
aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
ἔπεσε , ἐπιέννυμι
put on besides
aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
ἔπεσε , πίπτω
Exc. ex libris Herodiani
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • επεσβόλος — ἐπεσβόλος, ον (Α) 1. φλύαρος, αθυρόστομος («ὅς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ ἀγοράων», Ομ. Ιλ.) 2. υβριστικός («νεῑκος ἐπεσβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπεσ (θ. τού τ. έπος) + βόλος (< βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”